All time classics: «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» (1998)

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Ο Αλέξανδρος (Μπρούνο Γκαντζ), ένας μεσήλικας συγγραφέας/ποιητής, έχει αφιερωθεί στην ολοκλήρωση της εμβληματικής ημιτελούς ποιητικής σύνθεσης του Διονυσίου Σολωμού με τίτλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», ώσπου ο θάνατος φτάνει στο κατώφλι του. Σοβαρά άρρωστος, με την αυριανή προγραμματισμένη νοσηλεία του να φαντάζει ως τελική καταδίκη, περιπλανιέται σε μονοπάτια νοσταλγίας, οδύνης και υπαρξιακής αναζήτησης.

Στο «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» (αγγλ. ονομασία «Eternity and a Day», 1998) ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παραμερίζει μια από τις ισχυρότερες ανθρώπινες ψευδαισθήσεις, αυτή της αθανασίας, και στοχάζεται φιλοσοφικά, με μια βουβή απελπισία και μια πικρή απολογιστική ματιά πάνω στην υπαρξιακή ματαιότητα και τις λειψές παρακαταθήκες. Το έχουν πράξει και άλλοι μεγάλοι δημιουργοί, όπως ο Ακίρα Κουροσάβα στο αξέχαστο «Ikiru» («Ο Καταδικασμένος», 1952), όμως ο Έλληνας σκηνοθέτης του δίνει μια διαφορετική διάσταση, μένοντας μακριά από ηθικά διδάγματα. Σε πρώτο επίπεδο, δεν τοποθετεί καθόλου τυχαία τον Διονύσιο Σολωμό στο κέντρο του ενδιαφέροντος του πρωταγωνιστικού ήρωά του. Ο εθνικός μας ποιητής είναι, άλλωστε, γνωστός -και- για την αποσπασματικότητα του έργου του. Εδώ, λειτουργεί ως o αντικατοπτρισμός του πρωταγωνιστή με την «ανολοκλήρωτη» ζωή, της οποίας μάλιστα ο τελευταίος αφιερώνει μεγάλο μέρος στον Επτανήσιο ποιητή (σ.σ. ο ορισμός της ειρωνείας!). Η ισοπεδωτική για τον ανθρώπινο ψυχισμό συνειδητοποίηση ότι οι εναπομείναντες κόκκοι στην κλεψύδρα του χρόνου είναι ελάχιστοι, δημιουργεί μια ακατανίκητη ανάγκη ύστατης διεξόδου από τη στείρα καθημερινότητα της μέχρι πρότινος αναπόδραστης ρουτίνας. Κάπως έτσι ξεκινάει η τελευταία μέρα της ζωής του Αλέξανδρου, προτού εκείνος περάσει στην αιωνιότητα

All time classics: «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» (1998)

Ακόμα και η συντριπτική επίγνωση ενός βέβαιου επικείμενου θανάτου δεν μπορεί να συγκριθεί με την πίκρα της διαπίστωσης ότι η κληρονομιά που αφήνει πίσω του ένα πρόσωπο είναι καταδικασμένη να ξεθωριάσει, ακολουθώντας την πορεία φθοράς και αντικατάστασης των αντικειμένων που την κρατούν ζωντανή. Για τον Αλέξανδρο, το αρχοντικό παραθαλάσσιο σπίτι κοντά στη Θεσσαλονίκη είναι το σύμβολο μιας αλλοτινής ζωής, γεμάτης ανεκμετάλλευτες προοπτικές. Μια κλεφτή ματιά σε μακρινές, φευγαλέες στιγμές εφήμερης οικογενειακής ευτυχίας και ανεμελιάς που ορίζονται από την αέρινη παρουσία της πρόωρα χαμένης συζύγου του, Άννας (Ιζαμπέλ Ρενό), και τελικά δεν ήταν γραφτό να ευδοκιμήσουν. Για τους οικείους του, το συγκεκριμένο ακίνητο θα έπρεπε να συνιστά ένα από τα σημεία αναφοράς που θα κρατήσουν τον Αλέξανδρο ζωντανό και συνδεδεμένο μαζί τους ύστερα από το αναπόφευκτο φευγιό του. Ή τουλάχιστον έτσι θα ήθελε να πιστεύει ο ίδιος. Όλα καταρρέουν όταν ο γαμπρός του, με περίσσιο κυνισμό τού γνωστοποιεί ότι προτίθεται να πουλήσει το πατρικό σπίτι, το οποίο στη συνέχεια θα κατεδαφιστεί. Αυτή η τροπή προεξοφλεί στα μάτια του Αλέξανδρου το οριστικό πέρασμά του στη σφαίρα της λήθης. Ο ίδιος νιώθει το παρελθόν να τραβιέται σαν χαλί κάτω από τα πόδια του, έτοιμο να τον σωριάσει στην ανυπαρξία.

all-time-classics-mia-aioniotita-kai-mia-mera-1998-2

Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή προοπτική μιας ζωής που ξεθωριάζει, ο μελλοθάνατος άνδρας θα επιχειρήσει να αποδράσει, γράφοντας μια νέα σελίδα πριν τον επίλογο. Αφήνει το τιμόνι στο ένστικτό του και οδηγείται σε εκείνες τις σχεδόν αθέατες (κυρίως όταν τείνουμε να αδιαφορούμε για την ύπαρξή τους) γωνιές του περιθωρίου, ανάμεσα σε φτώχεια, φόβο, εκμετάλλευση και κυνισμό. Εκεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, προσπαθεί να χτίσει την καινούργια του παρακαταθήκη. Η αρχή του τελευταίου κεφαλαίου της ζωής του γράφεται στους πολύβοους δρόμους της πόλης. Εκεί, όταν ξαφνικά μια ομάδα παιδιών των φαναριών αρχίζει να καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές, ένα εξ αυτών, αλβανικής καταγωγής, βρίσκει απρόσμενο καταφύγιο στο αμάξι του ήρωά μας. Η εμπνευσμένη κινηματογράφηση αυτών των στιγμών, από το ξέσπασμα του κυνηγητού μπροστά στα μάτια του μικρού παιδιού μέχρι το σωτήριο φυγάδεμά του, ανεβάζει απροσδόκητα τους παλμούς, εκβάλλοντας σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο ουμανιστικού σινεμά. Και ο Αλέξανδρος, ως από μηχανής θεός, κερδίζει την ύστατη ευκαιρία να αφήσει το αποτύπωμά του στον εύκαμπτο χαρακτήρα του λιλιπούτειου πρόσφυγα, βρίσκοντας παράλληλα το σθένος να επισκεφθεί το παρελθόν μέσα από μια περιπλάνηση που μπλέκει το «τώρα» και το «πριν» με το «φανταστικό». Ωστόσο, ο μέγας σκηνοθέτης Αγγελόπουλος δεν μας κρατά στιγμή εφησυχασμένος στο οικοσύστημα πατρικής θαλπωρής που ορθώνει η αγκάλη του κεντρικού ήρωα, υπενθυμίζοντας ανά τακτά διαστήματα τις διακρίσεις/διαχωρισμούς (το αγαπημένο «αγγελοπουλικό» θέμα των «συνόρων» κάνει ξανά την εμφάνισή του) και φυσικά τον κύκλο της ανθρώπινης βαρβαρότητας και εκμετάλλευσης (π.χ. κύκλωμα εμπορίας παιδιών) που περιβάλλει τις σαθρές σύγχρονες κοινωνίες και δεν κλείνει ποτέ, τροφοδοτώντας τελικά ένα καινούργιο φαύλο κυκλικό σχήμα: Αυτό του αναπόδραστου ξεριζωμού (μετανάστευση).

All time classics: «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» (1998)

Ο δαίμονας της νοσταλγίας είναι αδάμαστος, όπως αποδεικνύουν τα ερεθίσματα που ξυπνούν σε ανύποπτο χρόνο στο μυαλό του Αλέξανδρου. Ο Αγγελόπουλος μάς υπενθυμίζει ότι είναι μάστορας στο να μπλέκει την πραγματικότητα με την ανάμνηση, έχοντας θαρρείς τη δύναμη να αναστήσει τη ζωή μέσα από τον λήθαργο των ξεπεσμένων, ρημαγμένων ερειπίων της. Με έναν φιλμικά μαγευτικό τρόπο, οι νεκρωμένοι σταθμοί της αυθόρμητης περιπλάνησης του πρωταγωνιστή αποκτούν σφυγμό και ενώνουν το παζλ ενός συναισθηματικά φορτισμένου τελευταίου αποχαιρετισμού. Και με τη σειρά του, αυτό το «ύστατο χαίρε» (σ.σ. από τη μεριά του θανόντα σε αυτή την περίπτωση) ανάγεται στην πιο επώδυνη αναμέτρηση με τα «what ifs» μιας μισοτελειωμένης ζωής. Μιας ζωής που, είτε ιδωμένης μέσα από το πρίσμα του τελειομανούς διανοούμενου, είτε από εκείνο του εξόριστου Αριστερού επαναστάτη, δεν κατάφερε να εμπνεύσει στην οικοδόμηση ενός πιο δίκαιου κόσμου, ή έστω μιας στέρεης αγάπης· άρα, στον απολογισμό εκείνου που την έζησε, είναι επιλέξιμη για να καταχωνιαστεί στο χρονοντούλαπο, ως ένα φευγαλέο «πέρασμα» που δεν είχε τίποτα το ουσιαστικό να πει.

Η ζωή είναι σύντομη, σαν βραδινή βόλτα με το λεωφορείο (απλά καθίστε και απολαύστε την εκπληκτική ολιγόλεπτη σκηνή που συνοψίζει τις αναζητήσεις του πρωταγωνιστή-συγγραφέα κι όσα πικρά τον κατατρώγουν, διότι εδώ τα λόγια περιττεύουν) και γεμάτη με αναπάντητα ερωτήματα. Ερωτήματα, όπως το από πού τρέφεται αυτή η σχεδόν αυτοκαταστροφική εσωστρέφεια που απομάκρυνε τον Αλέξανδρο από τη γυναίκα που αγαπούσε, αλλά και σε ένα δεύτερο επίπεδο από τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που καθόρισαν τον σύγχρονο κόσμο μας. Και, καθιστώντας τον δέσμιο ενός άλλου κόσμου, εκείνου της φαντασίας, τον απομόνωσαν/ανάλωσαν στις έγνοιες του συγγραφικού του έργου. Στ’ αλήθεια, τι είναι αυτό που μας κρατάει μακριά από το να ζούμε; Όπως ακριβώς συνέβη και με το έργο του Σολωμού, αυτές είναι οι ερωτήσεις που πάντα θα μας βασανίζουν, μα ποτέ δεν θα βρίσκουμε ολοκληρωτικά τις λέξεις για να τις απαντήσουμε.

*Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1998 (σ.σ. πρόεδρος της επιτροπής εκείνη τη χρονιά ήταν ο Μάρτιν Σκορσέζε).

*Τους πρωταγωνιστές Μπρούνο Γκαντζ και Ιζαμπέλ Ρενό ντουμπλάρουν με τις φωνές τους ο Πέτρος Φυσσούν και η Πέμη Ζούνη.

Βαθμολογία: 5/5

4 σκέψεις σχετικά με το “All time classics: «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» (1998)

  1. Εξαιρετικό κείμενο. Θα ήθελα να σε ρωτήσω που βρήκες την ταινία ή αν γενικά γνωρίζεις αν προβάλλονται κάπου online οι ταινίες του Αγγελόπουλου γιατί ψάχνω τόσο καιρό να τις βρω και δε μπορώ.

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Την είχα πετύχει στην κρατική τηλεόραση πριν από μερικά χρόνια. Βέβαια η έκδοση είναι αρκετά παλιά. Προς το παρόν δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου κάποια πληροφορία σχετικά με την ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας ή τη διάθεσή της μέσω κάποιας διαδικτυακής πλατφόρμας. Είναι πολλές οι ταινίες του Αγγελόπουλου που δεν μπορούμε να απολαύσουμε στο πραγματικό τους μεγαλείο λόγω αυτής της κωλυσιεργίας…

      Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε